5. Χλωρίδα

 

 Όπως διαπιστώνεται από την περιγραφή της βλάστησης των Στενών του Νέστου, η χλωρίδα είναι ιδιαίτερα πλούσια. Υπάρχουν περίπου 500 είδη φυτών (δένδρα, αναρριχόμενα, θάμνοι και πόες). Σύμφωνα με το Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο που εκπονήθηκε για την περιοχή καταγράφηκαν 23 φυτά που θεωρούνται σημαντικά (Ελληνικά ή Βαλκανικά ενδημικά, και είδη που υπόκεινται σε κάποιο εθνικό ή διεθνές καθεστώς προστασίας). 

Από τα ελληνικά ενδημικά στα Στενά βρέθηκαν τα Silene thessalonica subsp. thessalonica και Goniolimon sartorii. Επίσης, τρία είδη, τα Galium rhodopeum, Haberlea rhodopensis και Satureja pilosa, βρίσκονται μόνο στην περιοχή της Β. Ελλάδας, στα νότια του FYROM και στα νότια της Βουλγαρίας. Ακόμη, δέκα είδη θεωρούνται σημαντικά και βρίσκονται κάτω από ειδικό καθεστώς προστασίας μιας ή περισσότερες διεθνείς ή εθνικές συμβάσεις: IUCN Red List, European Red List of Globally Threatened Animals and plants, CITES (Convention on International trade in endangered species of wild fauna and flora, 1973) και το Π.Δ.67/1981 για προστατευτέα είδη. Τα φυτά αυτά είναι: Atropa bella-dona, Cephalanthera rubra, Galium asparagifolium, Goniolimon sartorii, Haberlea rhodopensis, Jovibarba heuffetii, Ophrys scolopax subsp. cornuta, Ophrys sphegodes subsp. mammosa, Orchis coriophora subsp. fragrans, Trachelium jacquinii subsp. rumeliacum. 

Παραθέτουμε, στη συνέχεια, στοιχεία για χαρακτηριστικά είδη της χλωρίδας των Στενών του Νέστου.

 

Anthyllis vulneraria 

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Πολυετές ποώδες φυτό. Το ύψος της φθάνει τα 40 εκ. Ο βλαστός μπορεί να είναι κάθετος προς το έδαφος ή κατακείμενος. Τα φύλλα του είναι λογχοειδή, ανά τρία. Οι μίσχοι είναι καλυμμένοι με μεταξωτές τρίχες και ευθυγραμμισμένοι με τα φύλλα. Το μεσαίο φύλλο είναι μεγαλύτερο. Δημιουργεί κεφάλαια από κόκκινα ή κίτρινα άνθη. 

Γενικές πληροφορίες: Αναπτύσσεται σε αμμώδη εδάφη στις άκρες του ποταμού. Είναι πολύ κοινό είδος και στα γύρω λιβάδια και γενικά στις βοσκόμενες περιοχές.

 


 

Atropa bella-dona

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Θάμνος σε ανοιχτό πράσινο χρώμα. Σε ύψος φθάνει το 1-1,5 μέτρο. Τα άνθη του είναι σε σχήμα καμπάνας για να μετατραπούν σε μεγάλους μαύρους γυαλιστερούς καρπούς σφαιρικού σχήματος, που περιέχουν πορφυρόχρωμο χυμό.

Όλο το φυτό έχει δυσάρεστη μυρωδιά.

Γενικές πληροφορίες: Ενδημικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Φυτό τοξικό. που προτιμά την ά φθονη σκιά. Όλα τα μέρη του φυτού είναι εξαιρετικά τοξικά. Τα ξερά φύλλα περιέχουν ατροπίνη και σκοπαλαμίνη που έχουν ναρκωτική και αντισπασμωδική δράση. Η Μπελαντόνα είναι ένα γοητευτικό και ταυτόχρονα ύπουλο φυτό.

 


 

Iris reichenbachii

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Είναι ποώδες φυτό πολυετές. Το ύψος της φθάνει από 10-40 εκ. Ο βλαστός είναι συνήθως απλός ή έχει μια πλάγια διακλάδωση. Έχει σαρκώδες ρίζωμα. Τα φύλλα του είναι πολύ μικρά (0,3-1,5 εκ.), γκριζοπράσινα. Τα άνθη είναι βιολετί, κίτρινα ή ιώδη. Ανθίζει τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο.

Γενικές πληροφορίες: Φυτρώνει σε βραχώδεις, φωτεινές θέσεις, με ασβεστολιθικό υπόστρωμα. Είναι ενδημικό είδος της Βαλκανικής (στη χώρα μας μόνο στη Β. Ελλάδα).

 


 

Haberlea rhodopensis

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Είναι πολυετές ποώδες φυτό. Τα φύλλα είναι λογχοειδή, με οξεία απόληξη. Ποικίλουν σε μέγεθος με μήκος από 4-12 εκ. και πλάτος από 1,5-3,5 εκ. Οι παρυφές είναι έντονα οδοντωτές. Η πάνω επιφάνεια είναι πράσινη με αραιό τρίχωμα και αφανείς νευρώσεις. Στην κάτω επιφάνεια το χρώμα είναι καφετί ή ιώδες με πολύ πυκνό τρίχωμα και διογκωμένες ορατές νευρώσεις. Δεν διαθέτουν μίσχο. Δημιουργούν ανά τρία ροζέτες. Τα άνθη της είναι πολυάριθμα καστανά ή ιώδη. Ανθίζει το Μάιο μέχρι τον Ιούλιο.

Γενικές πληροφορίες: Η Haberlea ανήκει σε μια ομάδα παλαιοενδημικών. Θεωρείται λείψανο του Τριτογενούς αιώνα. Προτιμά υγρούς σκιερούς, ασβεστολιθικούς τόπους. Στα Στενά δημιουργεί πολυπληθή πληθυσμό κοντά στο χωριό Γαλάνη. Προστατεύεται από το Π.Δ. 67/1981.

 


 

Αγριοτριανταφυλλιά (Rosa canina)

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Μικρός ακανθωτός θάμνος. Το ύψος και το πλάτος δεν ξεπερνά τα τρία μ. Τα φύλλα του είναι σύνθετα με δυο έως τρία ζεύγη παράφυλλα. Παρυφές οδοντωτές. Το χρώμα των φύλλων είναι συνήθως βαθυπράσινο ή γλαυκοπράσινο. Τα άνθη της είναι πολύ όμορφα λευκά ή κόκκινα είτε μόνα τους, είτε σε φόβες. Ανθίζει από το Μάρτιο μέχρι και το Μάιο. Οι καρποί είναι σφαιρικές κόκκινες ράγες, οι οποίες ελκύουν πολλά είδη πουλιών, σφήκες και έντομα. Ο καρπός ωριμάζει τον Ιούλιο μέχρι και το Σεπτέμβριο. 

Γενικές πληροφορίες: Είναι ιδιαίτερα φωτόφιλο είδος. Όταν μεγαλώνει σε πυκνή σκιά δεν ανθίζει και δεν δίνει καρπούς. Ευδοκιμεί στα περισσότερα εδάφη. Προτιμά όμως τα βαθιά αργιλώδη και ουδέτερα. Αναπτύσσεται ακόμη και σε υγρά εδάφη αλλά αποφεύγει εδάφη κορεσμένα με νερό, όπως και τα πολύ ξηρά μέρη.

Χρησιμότητα: Είναι πολύ όμορφος θάμνος. Δημιουργήθηκαν πολλές καλλιεργούμενες ποικιλίες, με πολυποίκιλα αρωματικά τριαντάφυλλα, ακόμη και αναρριχόμενες μορφές.

 


 

Άρκευθος κοινή (Juniperus communis)

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Είναι θάμνος αειθαλής. Φθάνει τα εννέα μ. ύψος και τέσσερα μ. πλάτος. Όλα τα μέρη του φυτού είναι αρωματικά. Τα φύλλα του σε νεαρή ηλικία είναι βελονοειδή, σε ώριμη μετατρέπονται σε μυτερά, διιστάμενα και σε διάταξη ανά τρεις σε σπονδύλους. Στην επάνω επιφάνεια φέρουν μια διπλή λευκή γραμμή. Είδος δίοικο (σπάνια μόνοικο). Άνθη μονογενή. Διατάσσονται σε σφαιρικούς ιούλους, στις βάσεις των βελονών. Ανθίζει Μάρτιο και Ιούνιο. Τα άνθη του δεν αυτογονιμοποιούνται. Για το λόγο αυτόν θα πρέπει να συνυπάρχουν αρσενικά και θηλυκά για να γονιμοποιηθεί το άνθος. Ο καρπός είναι ραγόμορφος στρόβιλος. Στην αρχή είναι πράσινος και στη συνέχεια μαύρος, με γαλανό επίχρισμα. Οι σπόροι δεν έχουν πτερύγια, ελευθερώνονται μετά τη σήψη των κώνων. Ωρίμανση τον Οκτώβριο του δεύτερου (στη χώρα μας) ή τρίτου χρόνου μετά την άνθηση.

Γενικές πληροφορίες: Είδος φωτόφυτο έως ημισκιόφυτο, ανθεκτικό σε ξηρασία, παγετούς και δυνατούς ανέμους. Αναπτύσσεται σε περιοχές με ελάχιστη ηλιοφάνεια και πολύ βροχή, σε ερεικώνες, σε χερσότοπους. Παρά το ότι είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στις χαμηλές χειμερινές θερμοκρασίες, σε νεαρή ηλικία δεν αντέχει τους όψιμους παγετούς. Συναντάται σε ασβεστούχες άδεντρες λοφώδεις εκτάσεις και σε όξινη τύρφη. Συχνά είναι το κυρίαρχο είδος σε ασβεστόλιθο και σχιστόλιθο. Προτιμά τα ξηρά ή νωπά εδάφη, ελαφριά, μέτρια, έως και πολύ βαριά πηλώδη, αρκεί να έχουν καλή αποστράγγιση. Ακόμη, επιβιώνει σε φτωχά εδάφη και επίσης, σε πολύ όξινα έως και πολύ αλκαλικά (pΗ από 4 μέχρι και 8).

Χρησιμότητα: Το ξύλο, συμπαγές, ανθεκτικό και ευκατέργαστο, δεν σαπίζει. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή μολυβιών, εργαλείων, κ.λ.π. Πρακτικά θεωρείται ότι είναι απρόσβλητο από έντομα, λόγω της μεγάλης παρουσίας ελαίων. Πολύ χρήσιμο φυτό στην ιατρική (διουρητικό, τονωτικό), ζαχαροπλαστική, μαγειρική και αρωματοποιία. Οι καρποί του έχουν μια γλυκόπικρη γεύση και ευχάριστο πικάντικο άρωμα που το κάνουν κατάλληλο στον αρωματισμό των τροφών και αλκοολούχων ποτών, ιδιαίτερα του τζιν, λικέρ, κ.λ.π. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και ως αρωματικό σε διάφορα φαγητά και ποτά, εν τούτοις σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει καταστροφή των νεφρών. Δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται εσωτερικώς σε καμία ποσότητα από έγκυες γυναίκες.

 


 

Γαύρος (Carpinus betulus)

Πως θα τον αναγνωρίσουμε: Είναι δέντρο φυλλοβόλο μέσου ρυθμού αύξησης. Ο κορμός του είναι συνήθως κοντός, με πλούσια οριζόντια διακλάδωση. Στο φλοιό του εμφανίζονται ραβδώσεις που του δίνουν ωραία όψη. Φθάνει τα 25 μ. ύψος και 20 μ. πλάτος κόμης. Τα φύλλα του είναι οξυκόρυφα με πολλές οδοντώσεις στις παρυφές. Η επάνω επιφάνεια είναι σκούρου πράσινου χρώματος και η κάτω ανοιχτού πράσινου με αραιό πίλημα. Φυτό μόνοικο. Τα αρσενικά άνθη είναι κιτρινωπά και σχηματίζουν κρεμάμενους ιούλους. Τα θηλυκά έχουν πράσινο χρώμα και σχηματίζουν διχάσια ιουλόμορφα. Ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι και το Μάιο. Ο καρπός περιβάλλεται από πράσινο φυλλοειδές τρίλοβο πτερύγιο, που βοηθά τη διασπορά του από τον άνεμο. Η ωρίμανση των σπόρων γίνεται από το Σεπτέμβριο μέχρι και τον Οκτώβριο και η πτώση τους τον επόμενο χειμώνα.

Γενικές πληροφορίες: Είναι σκιανθεκτικό είδος. Αναπτύσσεται τόσο σε συνθήκες φωτισμού όσο και σε πλήρη σκίαση. Αντίθετα δεν αντέχει τους παρατεταμένους παγετούς. Αναπτύσσεται συχνά σε ελαφριά αμμώδη και σε μέτρια αργιλώδη εδάφη. Όμως δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στα βαριά νωπά εδάφη. Είναι αδιάφορο στο pH του εδάφους αφού απαντάται σε όξινα, ουδέτερα έως και πολύ αλκαλικά εδάφη.

Χρησιμότητα: Το ξύλο του είναι λευκού χρώματος και δεν διακρίνεται σε εγκάρδιο και σομφό. Είναι βαρύ, συμπαγές σκληρό, ελαστικό, δυσκατέργαστο και γενικά δύσχιστο. Χρησιμοποιείται για γεωργικά εργαλεία, και στη λεπτουργική (λαβές μικροεργαλείων, κ.λ.π). Αποτελεί άριστη τροφή για την άγρια πανίδα. Το ξύλο της καίγεται πολύ καλά και θεωρείται ως άριστο καύσιμο. Επίσης χρησιμοποιείται στην ιατρική.

 


 

Γαύρος ανατολικός (Carpinus orientalis)

Πως θα τον αναγνωρίσουμε: Μικρό φυλλοβόλο δέντρο μέσου ρυθμού αύξησης. Φθάνει σε ύψος τα 10-15 μ. και πλάτος κόμης 10 μ. Αναπτύσσεται σχεδόν σε όλα τα δάση της χώρας. Τα φύλλα του είναι οξυκόρυφα με πολλές οδοντώσεις στις παρυφές, μικρότερου μεγέθους από το προηγούμενο είδος. Η επάνω επιφάνεια είναι σκούρου πράσινου χρώματος και η κάτω ανοιχτού πράσινου. Ο μίσχος είναι τριχωτός. Φυτό μόνοικο. Ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι και το Μάιο. Οι σπόροι ωριμάζουν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

Γενικές πληροφορίες: Ιδιαίτερα σκιανθεκτικό είδος. Αναπτύσσεται τόσο σε συνθήκες φωτισμού όσο και σε συνθήκες πλήρους σκίασης. Σε ώριμη ηλικία είναι ανθεκτικό στο κρύο, σε μικρή όμως ηλικία καταστρέφεται από τους όψιμους παγετούς. Ιδιαίτερα λιτοδίαιτο είδος. Αναπτύσσεται σε ελαφριά αμμώδη και σε μέτρια αργιλώδη εδάφη. Δείχνει όμως ιδιαίτερη προτίμηση στα βαριά νωπά εδάφη. Αναπτύσσεται πολύ καλά σε ασβεστολιθικά εδάφη και σε βραχώδεις θέσεις.

Χρησιμότητα: Αποτελεί άριστη τροφή για την άγρια πανίδα. Χρησιμοποιείται ως καύσιμο οικιακής χρήσης, στην κατασκευή διαφόρων εργαλείων και αντικειμένων, καθώς και στην ιατρική. 

 


 

Δρυς χνοώδης (Quercus pubescens)

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Μικρό σχετικά δένδρο με ύψος που σπάνια ξεπερνά τα 20 μ. σε ύψος και τα 10 μ. σε διάμετρο. Αποτελεί μαζί με την πλατύφυλλη δρυ, το πιο συνηθισμένο είδος των Ελληνικών δασών. Παρουσιάζει έντονη πολυφυλλία. Τα φύλλα συνήθως φθάνουν σε μήκος τα 5-10 εκ. Οι λοβοί έχουν πολλές διαβαθμίσεις, από στρογγυλεμένοι, μέχρι και οδοντωτοί. Χαρακτηριστικό των φύλλων είναι το πυκνότατο χνούδι της κάτω πλευράς και ο κοντός χνουδωτός μίσχος. (Χνουδωτές είναι και οι δύο επιφάνειες των φύλλων, όταν αυτά είναι λίγων εβδομάδων). Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Η γονιμοποίηση γίνεται με τον άνεμο. Τα αρσενικά σχηματίζουν πράσινους κρεμαστούς πυκνούς ιούλους στην άκρη των ετήσιων κλαδιών, καλυμμένους με πυκνό πίλημα. Τα θηλυκά εμφανίζονται μεμονωμένα ή σε ζεύγη, στις μασχάλες των φύλλων. Περιβάλλονται από φλοιό από αλληλοκαλυπτόμενα λέπια, τα οποία αργότερα σχηματίζουν την αρχή του κυπέλλου που περιβάλλει τον καρπό. Ανθίζει το Μάιο και Ιούνιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα. Τα λέπια του βαλανιδιού είναι πυκνά, μαλακά, χνουδωτά. Ο καρπός όταν ωριμάζει παίρνει ανοιχτό καστανό χρώμα. Ωριμάζει τον Οκτώβριο και Νοέμβριο τον ίδιο χρόνο της άνθησης.

Γενικές πληροφορίες: Είναι θερμόβιο και φιλόφωτο είδος. Τα νεαρά φυτά αντέχουν μόνο σε μέτρια σκίαση, όμως εάν δεν λιάζονται επαρκώς παρουσιάζουν μειωμένη ανάπτυξη. Αντέχουν στις χαμηλές θερμοκρασίες και τους χειμερινούς παγετούς. Προτιμά εύφορο, γόνιμο, πηλώδες έδαφος ακόμη και σε μεγάλες κλίσεις. Αναπτύσσεται ακόμη και σε φτωχά εδάφη, αβαθή και σχετικά ξηρά. Δεν ανέχεται ακραίες τιμές pH.

Χρησιμότητα: Τα βαλανίδια είναι πολύ καλή τροφή για τα ζώα. Το ξύλο της αποτελεί άριστο καυσόξυλο, για τους παραδασόβιους πληθυσμούς. Καλά άτομα δίνουν ξύλο άριστης ποιότητας για την ξυλουργική και την επιπλοποιία. Το ξύλο της είναι συμπαγές βαρύ, σκούρο ξανθό, με εμφανείς σχηματισμούς που οφείλονται στην ποικιλία των ετήσιων δακτυλίων. Χρησιμοποιείται σε πολλές χρήσεις και σχεδόν σε όλες τις ξύλινες κατασκευές.

 


 

Πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto)

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Μεγάλο δένδρο ύψους ακόμη και 30 μ., με κόμη στην αρχή ωοειδή και στη συνέχεια κυκλική διαμέτρου 15 μ. Τα φύλλα του είναι πολύ μεγάλα, με λοβωτές παρυφές. Οι κόλποι μπορεί να είναι αβαθείς ή βαθύτατοι, φθάνοντας ακόμη και μέχρι το κεντρικό νεύρο. Η κάτω επιφάνεια στην αρχή είναι τριχωτή, αλλά το τρίχωμα σύντομα εξαφανίζεται. Τα άνθη είναι μονογενή και το φυτό μόνοικο. Τα αρσενικά σχηματίζουν κρεμαστούς ιούλους στην άκρη των ετήσιων κλαδιών. Τα θηλυκά σχηματίζουν ταξιανθίες στην κορυφή των ετησίων δακτυλίων ή στις μασχάλες των φύλλων. Περιβάλλονται από φλοιό από αλληλοκαλυπτόμενα λέπια, τα οποία αργότερα σχηματίζουν την αρχή του κυπέλλου που περιβάλλει τον καρπό. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Ο καρπός είναι βαλανίδι χωρίς ποδίσκο και περιέχει ένα μόνο σπέρμα. Τα λέπια του βαλανιδιού είναι πυκνά, λογχοειδή, τριχωτά. Ο καρπός όταν ωριμάζει παίρνει καφέ χρώμα. Είναι μακρόστενος ή κυλινδρικός. Ωριμάζει το Σεπτέμβριο με Οκτώβριο της επόμενης από την άνθηση χρονιάς και πέφτει αμέσως.

Γενικές πληροφορίες: Είναι είδος ημισκιόφυτο. Επιβιώνει και σε σοβαρή σκίαση, παραμένει όμως σε νανώδη μορφή. Αντέχει στους παρατεταμένους παγετούς και στους δυνατούς ανέμους. Προτιμά εύφορο, βαθύ γόνιμο πηλώδες έδαφος. Αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα οξύτητας του εδάφους, εκτός και αν οι τιμές είναι ακραίες. Δεν αντέχει ξηρά, αβαθή, άνυδρα εδάφη.
Χρησιμότητα: Τα βαλανίδια είναι πολύ καλή τροφή για τα ζώα (ιδίως για τους χοίρους). Το ξύλο είναι συμπαγές βαρύ, σκούρο ξανθό, με εμφανείς σχηματισμούς που οφείλονται στην ποικιλία των ετήσιων δακτυλίων. Χρησιμοποιείται σε πολλές χρήσεις και σχεδόν σε όλες τις ξύλινες κατασκευές.

 


 

Κουμαριά (Arbutus unedo)

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Είναι αείφυλλος, σκληρόφυλλος θάμνος. Το μέγιστο ύψος που μπορεί να φθάσει είναι τα 10 μ. (σύνηθες ύψος πέντε μ.) και η διάμετρος της κόμης τα εφτά μ. Τα φύλλα είναι δερματώδη, λεία σκουροπράσινη επάνω και ανοιχτοπράσινη κάτω επιφάνεια. Είναι αρωματικό φυτό και φέρει ερμαφρόδιτα άνθη, τα οποία μπορούν είτε να αυτογονιμοποιηθούν, είτε να επικονιασθούν (συνήθως με μέλισσες). Τα άνθη είναι λευκά και κρέμονται σε επάκριους βότρεις. Ανθίζει από Οκτώβριο μέχρι και Δεκέμβριο. Καρποί, όμορφες στην εμφάνιση ράγες (μοιάζουν με στρογγυλές φράουλες). Η σάρκα της ράγας είναι εδώδιμη, γλυκιά, αρωματική, αλλά κάπως δύσπεπτη. Ωριμάζουν την ίδια εποχή με τα άνθη (Οκτώβριο-Δεκέμβριο). Η ομορφιά της κουμαριάς το χειμώνα είναι ακόμη μεγαλύτερη εξαιτίας της συνύπαρξης καρπών και ανθέων. 

Γενικές πληροφορίες: Είναι ισχυρά φωτόφυτο είδος και ανέχεται μερική μόνο σκίαση. Αντέχει στους παγετούς, αρκεί να μη συνεχίζονται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ζει σε ελαφριά αμμώδη και μέτρια αργιλώδη εδάφη καλά αποστραγγιζόμενα, ωστόσο βρέθηκε να επιβιώνει και σε βαριά πηλώδη. Αναπτύσσεται σε όλους τους τύπους εδαφών, όσο αφορά τις συνθήκες οξύτητας, υποφέρει όμως όταν οι τιμές είναι ακραίες. Στα αβαθή ξηρά εδάφη αποκτά τη μορφή χαμηλού θάμνου. Όμως σε βαθιά γόνιμα, πλούσια εδάφη σχηματίζει μικρά δένδρα.

Χρησιμότητα: Σημαντικής αξίας φυτό τόσο στην ιατρική, όσο και στη χρήση του ξύλου, της τανίνης και των καρπών του. Πολύτιμο μελισσοκομικό φυτό. 

 


 

Λευκή ιτιά (Salix alba)

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Δέντρο φυλλοβόλο, φθάνει τα 25 μ. ύψος και 10 μ. πλάτος. Τα φύλλα του είναι λογχοειδή, με οξεία κορυφή. Στους πρώτους μήνες μετά την έκπτυση καλύπτονται και στις δύο επιφάνειες με ελαφρό τρίχωμα, το οποίο εξαφανίζεται στη συνέχεια από την επάνω. Φυτό δίοικο. Τα θηλυκά και αρσενικά άνθη της είναι κιτρινωπά και βρίσκονται σε αφιστάμενους κυλινδρικούς ιούλους, που εκπτύσσονται από τη βάση των φύλλων. Είναι πολύ μικρά. Εμφανή σημεία των αρσενικών είναι οι δύο σχετικά μεγάλοι κίτρινοι στήμονες. Τα θηλυκά σχηματίζουν μια κωνική πράσινη ωοθήκη. Ανθίζει Απρίλιο και Μάιο. Επικονιάζεται συνήθως με μέλισσες. Ο καρπός είναι κάψα, με μακριές μεταξωτές ίνες. Οι σπόροι του ωριμάζουν τον Ιούνιο. 

Γενικές πληροφορίες: Είναι φωτόφιλο είδος. Συναντάται δίπλα σε ρέματα και ποτάμια, βάλτους, δάση και υγρά έλη και γενικά σε πλουσιότερα εδάφη. Δεν αντέχει σε σκίαση ούτε και στους παγετούς, αντέχει όμως σε δυνατούς θαλάσσιους ανέμους και σε υψηλές θερμοκρασίες. Προτιμά τα νωπά και υγρά ή βαλτώδη εδάφη, ελαφριά, μέτρια έως πολύ βαριά. Ανέχεται εποχική κάλυψη των ριζών της από νερό, νεκρώνεται όμως εάν το νερό παραμείνει στάσιμο. Αναπτύσσεται σε όξινα και ουδέτερα εδάφη.

Χρησιμότητα: Το ξύλο της όταν προέρχεται από δένδρα μεγάλης διαμέτρου, χρησιμοποιούνται στην παραγωγή σπίρτων και φύλλων επενδύσεων. Τα μικρής διαμέτρου ξύλα, χρησιμοποιούνται στην κυτοποιία, στη λεπτοξυλουργική και στη γλυπτική. Χρησιμοποιείται ευρέως για την παραγωγή ξύλου θρυμματισμού, σε μοριόπλακες και χαρτοπολτό. Ο ξυλάνθρακάς της χρησιμοποιείται για την κατασκευή πυρίτιδας. Αποτελεί τροφή για την άγρια πανίδα. Βρίσκει χρήση στην ιατρική, μαγειρική, καλαθοποιία, χαρτοποιία, κ.λ.π.

 


 

Λευκή λεύκη (Populus alba)

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Φυλλοβόλο δέντρο, με κορμό μεγάλο και φλοιό λευκού-σταχτί χρώματος. Φθάνει τα 20 μ. ύψος και 12 μ. πλάτος. Παρουσιάζει διφυλλία (διαφορετικό σχήμα στα βραχυκλάδια, από τα μακροκλάδια). Τα φύλλα των βραχυκλαδίων έχουν παρυφές κολπωτά οδοντωτές και των μακροκλαδίων είναι έλλοβα (μεγάλα δερματώδη, 10Χ8 εκ. με 3-5 λοβούς). Στην κάτω επιφάνεια φέρουν λευκό επίχρισμα, που δίνει την αίσθηση του λευκού δένδρου. Είναι δίοικο είδος, δεν αυτογονιμοποιούνται τα άνθη του. Ανθίζει το Μάρτιο. Τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη δημιουργούν μεγάλους ιούλους. Πρέπει να συγκαλλιεργηθούν για να παραχθεί ο σπόρος. Διασταυρώνεται εύκολα με άλλα μέλη του ιδίου γένους. Καρπός κάψα. Περιέχουν τριχωτά σπέρματα, που μεταφέρονται από τους ανέμους σε μεγάλες αποστάσεις. Ωριμάζουν πολύ νωρίς (Μάρτιο με Απρίλιο).

Γενικές πληροφορίες: Δεν αντέχει στη σκίαση ούτε σε παγετούς, αλλά αντέχει σε δυνατούς ανέμους. Συναντάται σε δάση και παρυδάτιες περιοχές. Ευδοκιμεί σε ξηρότερα εδάφη από ότι τα άλλα είδη του γένους. Δεν μεγαλώνει σε εκτεθειμένα υψίπεδα, αλλά αντέχει στην παραθαλάσσια έκθεση αν και μπορεί να αποκλαδωθεί απ’ τον αέρα. Προτιμά τα ξηρά ή νωπά εδάφη αλλά αναπτύσσεται σε όλους του τύπους, από ελαφριά αμμώδη μέχρι πολύ βαριά πηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη. Επίσης ζει σε όξινα, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη.

Χρησιμότητα: Αποτελεί τροφή για την άγρια πανίδα. Χρησιμοποιείται περιορισμένα στη μαγειρική, στην ιατρική, στη δημιουργία ανεμοφραχτών, στην παραγωγή αυξητικών ορμονών για φυτά και χρώματος. Καλλιεργείται επίσης για το ξύλο του, το οποίο όμως δεν είναι καλής ποιότητας. Κατάλληλο για διακόσμηση.

 


 

Λυγαριά (Vitex agnus castus)

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Μικρός ευλύγιστος, φυλλοβόλος θάμνος (ύψος τρία μ. διάμετρος κόμης τρία μ.), που φυτρώνει σε ρέματα συνεχούς ή εποχιακής ροής. Τα φύλλα της είναι σύνθετα. Αποτελούνται από πέντε-εφτά γκριζοπράσινα φυλλάρια, χνουδωτά. Έχουν ωραία οσμή. Δημιουργούν άφθονες σταχυόμορφες ταξιανθίες, όρθιες, αρωματικές, κωνικές και επιμήκεις. Ποικιλόμορφα άνθη με διάφορα χρώματα, όπως λιλά, λευκά ή ροζ. Ανθίζει από Ιούνιο μέχρι Αύγουστο. Ο καρπός είναι αρωματική δρύπη που ωριμάζει το φθινόπωρο (από Σεπτέμβριο μέχρι Νοέμβριο).

Γενικές πληροφορίες: Είναι είδος πολύ ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες, όπως και στις πολύ χαμηλές (είναι ανθεκτικό ακόμη και στους -10° C). Τα φυτά ανθίζουν σε ζεστό καλοκαίρι. Προτιμά υγρό αλλά καλοστραγγισμένο πηλώδες έδαφος, σε ζεστό ευήλιο μέρος, προστατευμένο από τους κρύους ξηρούς ανέμους. Ευδοκιμεί και σε ξηρά εδάφη. Δεν θέλει έδαφος κορεσμένο με νερό.
Χρησιμότητα: Διακοσμητικό φυτό. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες. Τα φύλλα και οι μίσχοι είναι πολύ αρωματικά. Το είδος θεωρείται σε πολλές χώρες ως σύμβολο αγνότητας.

 


 

Οστριά (Ostrya carpinifolia)

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Όμορφο φυλλοβόλο δέντρο, που φθάνει τα 15 μ. ύψος και 15 μ. πλάτος, με τραχύ λεπιδωτό φλοιό. Τα φύλλα της είναι λεπτά ημιδιαφανή με τριχωτό μίσχο και με διπλούς οδόντες. Μόνοικο είδος. Τα αρσενικά είναι ίουλοι κίτρινοι επιμήκεις 3-7 εκ. Τα θηλυκά είναι μικρά πράσινα. Ανθίζει το Μάιο με Ιούνιο. Οι καρποί μοιάζουν με κουκουνάρια. Αποτελούνται από λέπια, το κάθε από τα οποία φέρει ένα μικρό πεπλατυσμένο κάρυο. Ωρίμανση τον Ιούνιο με Ιούλιο.

Γενικές πληροφορίες: Είδος φωτόφυτο, αντέχει σε μερική σκίαση αλλά όχι στην ξηρασία. Συναντάται σε φυλλοβόλα δάση και θαμνώνες, ανοιχτά δάση πεύκης, πολύ συχνά σε ξηρούς και πετρώδεις ασβεστολιθικούς λόφους από 0 έως 1.700 μέτρα. Ευδοκιμεί σε ευήλιο ή ημισκιερό έδαφος. Τα φυ τά είναι ανθεκτικά μέχρι τους -20°C. Προτιμά τα ξηρά ή νωπά εδάφη, χαλαρά, μέτρια ή βαριά, ωστόσο καλά αποστραγγιζόμενα. Αναπτύσσεται σε όξινα, ουδέτερα έως και πολύ αλκαλικά εδάφη. Παρουσιάζει άριστη ανάπτυξη σε ασβεστόλιθο.

Χρησιμότητα: Το ξύλο της είναι σκληρό και βαρύ. Χρησιμοποιείται για φράκτες και την κατασκευή μικροαντικειμένων. 

 


 

Σκλήθρο (Alnus glutinosa)

Πως θα το αναγνωρίσουμε: Είναι φυλλοβόλο είδος. Ο κορμός του είναι σκουροπράσινος και φθάνει σε ύψος τα 25 μ. και η κόμη του αραιή με διάμετρο τα 15 μ. Τα φύλλα είναι στρογγυλωπά, με παρυφές διπλά πριονωτές (4-10 εκ.). Εάν τριφτούν κολλούν (για το λόγο αυτόν πήρε το όνομα glutinosa = κολώδης). Είναι φυτό μόνοικο (δηλαδή τα άνθη μπορεί να είναι αρσενικά ή θηλυκά, αλλά και τα δύο είδη μπορεί να βρίσκονται στο ίδιο φυτό). Τα άνθη του είναι πράσινα ή κοκκινωπά σε ιούλους. Ανθίζει Μάρτιο και Απρίλιο (τα αρσενικά άνθη εμφανίζονται και το προηγούμενο θέρος). Η επικονίαση γίνεται με τον άνεμο. Ο καρπός του σχηματίζει μεικτούς ωοειδείς κωνίσκους (μικρότερους από δυο εκ.). Στην αρχή είναι σταχτοπράσινοι και στη συνέχεια σκουρότεροι. Διατηρούνται στο δένδρο ολόκληρο το χειμώνα. Σχηματίζουν πεντάγωνα κάρυα. Διαθέτουν στενό, τραχύ, πλευρικό πτερύγιο. Οι σπόροι ωριμάζουν το Σεπτέμβριο με Νοέμβριο.

Γενικές πληροφορίες: Είναι υγρόφιλο ημισκιόφυτο είδος και καλύπτει πολλά ρέματα συνεχούς ή εποχιακής ροής. Δημιουργεί επιμήκεις συστάδες, μήκους πολλές φορές πολλών εκατοντάδων μέτρων. Προτιμά μέτρια και βαριά εδάφη, πλούσια σε οργανική ύλη. Μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη και σε πολύ βαριά και φτωχά σε άζωτο εδάφη, αρκεί να υπάρχει μεγάλη υγρασία. Εμπλουτίζει το ίδιο το φυτό με άζωτο το έδαφος, με τις συμβιώσεις που δημιουργεί με αζωτοβακτηρίδια. Το φυτό προτιμά όξινα, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη (η καλύτερη ανάπτυξη σε pH>6). Δύσκολα αναπτύσσεται σε ασβεστώδη εδάφη.

Χρησιμότητα: Είναι είδος που πολλά χημικά του στοιχεία χρησιμοποιούνται στην ιατρική (καθαρκτικό, αντιεμετικό, αιμοστατικό, κ.λ.π.). Ο φλοιός του περιέχει μαύρη δεψική ουσία, κατάλληλη στη βαφή υφασμάτων και δερμάτων.

 


 

Φράξος (Fraxinus angustifolia)

Πως θα τον αναγνωρίσουμε: Δέντρο φυλλοβόλο, με ευθυτενή κορμό που φθάνει τα 25 μ. ύψος και 20 μ. πλάτος κόμης (στην αρχή σφαιρική και στη συνέχεια θολωτή). Ο φλοιός της έχει χαρακτηριστικό ασημόγκριζο χρώμα και είναι λείος. Τα φύλλα του είναι μεγάλα σύνθετα, με 5-15 λογχοειδή φυλλάρια, μήκους 3-7 εκ. Οι παρυφές τους είναι πριονωτές. Η διάρκεια φύλλωσης είναι μικρή. Φυτό δίοικο. Τα άνθη δεν αυτογονιμοποιούνται. Σχηματίζουν φόβες με χρώμα καστανοπορφυρό. Ανθίζει Απρίλιο με Μάιο. Ο καρπός είναι σκληρός μικρός με μεγάλο μεμβρανώδες πτερύγιο. Ωρίμανση από Σεπτέμβριο μέχρι Οκτώβριο. 

Γενικές πληροφορίες: Είναι φωτόφιλο είδος. Όταν σκιάζεται τα φυτά υποφέρουν και δεν αναπτύσσονται σωστά (συχνά νεκρώνονται). Είναι ανθεκτικό σε παγετούς. Σχηματίζει δάση στα πιο εύφορα και υγρά μέρη. Προτιμά τα νωπά ή υγρά εδάφη ελαφριά, μέτρια ή βαριά πηλώδη. Είναι αδιάφορο ως προς την οξύτητα. Αναπτύσσεται σε όξινα μέχρι και πολύ όξινα (pH 4,5), σε ουδέτερα ακόμη και αλκαλικά εδάφη.

Χρησιμότητα: Ο φλοιός περιέχει τη φραξίνη και πολλές βλεννώδεις ουσίες. Είναι είδος με ξύλο εύκολα επεξεργάσιμο, για το λόγο αυτόν χρησιμοποιείται και για την ξυλογλυπτική. Τα φύλλα του περιέχουν πολλές δεψικές ουσίες και αρωματικά έλαια. Επίσης λόγω της ταχύτατης ανάπτυξης και του πολύ καλής ποιότητας ξύλου που παρέχει θεωρείται πολύτιμο είδος. Το ξύλο του είναι εξαιρετικής ποιότητας. Το χρώμα είναι λευκό ή ελαφρά ρόδινο. Χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, για χειρολαβές εργαλείων και κοντάκια όπλων, σε ξύλινα τμήματα οχημάτων και πλοίων, σε πατώματα, κ.λ.π. Μαζί με το ξύλο της δρυός, θεωρείται το πιο αξιόλογο ξύλο.