4. Βλάστηση

 

Η βλάστηση και η χλωρίδα της περιοχής των Στενών του Νέστου καθορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την παρουσία του ποταμού και του ανθρώπου, σε μικρότερο βαθμό από το κλίμα και σε ακόμη μικρότερο από την ορεογραφική και τη γεωλογική διαμόρφωση. 
Κατά μήκος της κοίτης αναπτύσσεται η αζωνική υδροχαρής βλάστηση, αποτελούμενη κυρίως από φυτοκοινωνίες μαλακοξύλων ειδών, όπως η λευκή ιτιά (Salix alba), η εύθραστη ιτιά (S. fragilis), η μαύρη λεύκη (Populus nigra), η λευκή λεύκη (P. alba), κ.ά. 
Οριζόντια, είναι εμφανής μια ζωνική κατανομή της βλάστησης. Στο νοτιότερο τμήμα, η βλάστηση περιέχει θερμόφιλα είδη (αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι) της μεσογειακής και παραμεσογειακής ζώνης (θερμόβια φυλλοβόλα δένδρα). Η μετάπτωση από τη μια ζώνη στην άλλη γίνεται σταδιακά και τα όριά τους είναι ασαφή.

 

 

Λίγο βορειότερα, η επίδραση του μεσογειακού κλίματος εξασθενεί και η βλάστηση περιέχει στοιχεία από την κατώτερη ζώνη των θερμόβιων δρυών, πλατύφυλλης (Quercus frainetto) και χνοώδους (Q. pubescens), σχηματίζοντας τη ζώνη της οστριάς (Ostrya carpinifolia) και του γαύρου (Carpinus betulus). Η ανθρώπινη επίδραση στη ζώνη αυτή είναι μεγαλύτερη. Η εκτόπιση της δρυός και του γαύρου από πολλές περιοχές και η επικράτηση του πουρναριού (πρίνου, Quercus coccifera) και των αρκεύθων (Juniperus sp.), οφείλεται όχι μόνο στην ξύλευση, αλλά κυρίως στην έντονη βόσκηση, η οποία διαρκεί καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Οικότοποι γαύρου εμφανίζονται σε περιορισμένες θέσεις της δυτικής κυρίως όχθης.

 

Στις υγρότερες και ψυχρότερες θέσεις και κυρίως στις απότομες πλαγιές εμφανίζεται η ανώτερη ζώνη των θερμόβιων φυλλοβόλων δρυών. Οι ιδιάζουσες συνθήκες των Στενών περιορίζουν σημαντικά τη ζώνη σε μικρές νησίδες. Επίσης, κατακερματισμένα δάση της πλατύφυλλης δρυός εμφανίζονται στη δυτική όχθη.

 

Οι σημαντικότεροι οικότοποι των Στενών του Νέστου

Οι οικότοποι που καταγράφηκαν στα Στενά του Νέστου και η συσχέτισή τους με τους κωδικούς του δικτύου NATURA-2000 και του Corine Biotopes.

 

Δάση στοές με Salix alba και Populus alba

Οι φυτοκοινωνίες που απαρτίζουν τις στοές με ιτιές και λεύκες εναλλάσσονται στις διάφορες προσχωματικές θέσεις της κοιλάδας του ποταμού και εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από τις τοπικές εδαφικές συνθήκες, τη στάθμη του υπογείου ύδατος, τη διάρκεια των πλημμύρων και πολύ λιγότερο στις γενικές κλιματικές συνθήκες της περιοχής. Έτσι, εμφανίζονται σε διαρκώς διαβρεχόμενες ή περιοδικά κατακλυζόμενες αμμώδεις συσσωρεύσεις, υδροχαρή δάση που κυριαρχούνται από τη λευκή ιτιά, με υπόροφο κυρίως από άλλα είδη ιτιάς, όπως τα Salix amplexicaulis και S. eleagnos.

 

 

Σε περιορισμένες θέσεις οι οικότοποι εμπλουτίζονται και με τα S. fragilis, P. nigra, Ulmus campestris (minor) και ακόμη σπανιότερα με την Salix triandra, σχηματίζοντας ακόμη πιο σύνθετους συνδυασμούς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όπου η ροή μεταπίπτει από μέτρια σε ασθενή, με μικρές διακυμάνσεις, εμφανίζονται κατά θέσεις δάση λευκής λεύκης. Σε φαινομενικά όμοιες σταθμολογικές συνθήκες, εμφανίζονται δάση της μαύρης λεύκης. Τα δάση αυτά, σε χαλικώδεις, ξηρότερες ενστρώσεις, εμφανίζονται κατά θαμνώδεις σχηματισμούς. Μια ενδιάμεση, από τις προαναφερόμενες, σύνθεση του δάσους καταγράφεται κυρίως στα όριά τους με μαύρη λεύκη και λευκή λεύκη.

Ο οικότοπος της ιτιάς και της λεύκης δείχνει ότι έχει πολύ σταθερή δομή. Το πλήθος αλλά και η ζωτικότητα όλων των ορόφων φανερώνει μικρή μόνο διαταραχή. Πράγματι, η έλλειψη δρόμων κάθε κατηγορίας και το δύσβατο της περιοχής, ελαχιστοποίησε την ανθρώπινη δραστηριότητα και κυρίως την ξύλευση των δένδρων.

 

Το πλατάνι (Platanus orientalis) σε πολύ λίγα σημεία των Στενών δημιουργεί μικρές ή μεγαλύτερες συστάδες, παρά τους ευνοϊκούς κλιματεδαφικούς παράγοντες. Μια εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι το ότι το πλατάνι ευνοείται συνήθως από την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα. 

Η πυκνότητα των δασών της ιτιάς και της λεύκης είναι σημαντική, παρά το ότι αυτά περιορίζονται σε στενές λωρίδες κατά μήκος τμημάτων του ποταμού, στα επίπεδα και χαμηλά τμήματα της περιοχής, όπου αποτελούν άριστους τόπους για πικ-νικ ή και άλλες δραστηριότητες αναψυχής. Η σιδηροδρομική γραμμή εφάπτεται σε μερικά σημεία με τους οικότοπους αυτούς, χωρίς να δημιουργεί ιδιαίτερα οικολογικά προβλήματα. Η ενδεχόμενη μείωση της ποσότητας νερού του ποταμού, εξαιτίας κυρίως των φραγμάτων και της διακράτησης των υδάτων στο Βουλγαρικό έδαφος, αποτελούν εν δυνάμει το σημαντικότερο κίνδυνο για τη διατήρηση του οικοτόπου. 
Στο σύνολο των φυτοκοινωνιών που απαρτίζουν τον οικότοπο, καταγράφηκαν πλήθος φυτικών ειδών, τα κυριότερα των οποίων κατά όροφο είναι:

 

 

 

 

Δενδρώδης όροφος: Fraxinus parvifolia, Platanus orientalis, Populus alba, Populus nigra, Populus tremula, Salix alba, Salix cinerea, Salix elaeagnos, Salix fragilis, Salix purpurea, Salix triandra, Ulmus minor.

Ημιδενδρώδης όροφος: Acer campestre, Carpinus orientalis, Cercis siliquastrum, Cornus sanguinea, Crataegus monogyna, Ficus carica, Ligustrum vulgare, Sambucus ebulus, Sanguisorba minor.

Aναρριχώμενα: Clematis flammula, Clematis vitalba, Galium molugo, Hedera helix, Periploca graeca, Rosa sempervirens, Smilax aspera, Tamus communis.

Θαμνώδης όροφος: Asparagus acutifolius, Cornus mas, Cornus sanguinea, Ligustrum vulgarae, Myrtus communis, Prunus spinosa, Rosa canina, Rubus nemoralis, Rubus tomentosus, Rubus ulmifolius, Ruscus aculeatus, Vitex agnus castus.

Ποώδης όροφος: Apium nodiflorum, Aristolochia clematitis, Aristolochia longa, Asparagus acutifolius, Brachypodium sylvaticum, Briza minor, Bromus rigidus, Campanula erinus, Campanula scutellata, Dactylis glomerata, Daucus carota, Euonymus latifolius, Geranium lucidum, Geum urbanum, Holcus lanatus, Hordeum bulbosum, Humulus lupulus, Lolium rigidum, Lysimachia nummelaria, Melica ciliata, Mentha aquatica, Mycelis muralis, Myosotis scorpioides, Nasturtium officinalle, Plantago media, Poa nemo-ralis, Polygonum hydro-piper, Potamogeton cris-pus, Potentilla micrantha, Potentilla reptans, Prunela vulgaris, Pteridium aqui-linum, Ranunculus aqua-tilis, Rumex aquaticum, Rumex conglomeratus, Sedum rubens, Stachys cretica, Stachys recta, Teucrium polium, Trifolium arvense, Trifolium campestre, Trifolium glomeratum, Trifolium hirtum, Trifolium repens, Typha latifolia, Veronica chamaedrys, Viola hirta, Viola odorata.

 

 

 

Δάση φράξου (Fraxus angustifolia)

Ο οικότοπος του φράξου (Fraxus angustifolia) καταλαμβάνει μια σημαντικότατη περιοχή της δυτικής όχθης των Στενών του Νέστου. 
Οι εκτάσεις αυτές διακόπτονται από γεωργικές καλλιέργειες ή βοσκόμενους θαμνοτόπους, ενώ σε πολλά σημεία αποτελούν την παρόχθια βλάστηση. Στις απότομες δυτικές πλευρές της λεκάνης φθάνουν σε υψόμετρο μεγαλύτερο από τα 500μ.

Τα δάση του φράξου της περιοχής των Στενών αποτελούνται από πλήθος φυτοκοινωνιών μεγάλης ομοιογένειας κατά τόπους, αλλά με σύνθεση μεταβαλλόμενη όσο απομακρυνόμαστε από το ποτάμι και ανεβαίνουμε τις πλαγιές της κοιλάδας. Ο φράξος, η οστριά, η φλαμουριά (Tilia sp.) και σε αρκετά σημεία και η πλατύφυλλη δρυς είναι μερικά από τα κυρίαρχα είδη του ανωρόφου.

 

Δενδρώδη στοιχεία του οικοτόπου της ιτιάς και της λεύκης εισχωρούν στους οικότοπους του φράξου, ιδίως στις περιοχές πολύ κοντά στην όχθη. Ιτιές, λεύκες και (σπανιότερα πλατάνια) καταγράφονται στη χαμηλή ζώνη και αραιώνουν μέχρι πλήρους εξαφάνισης λίγο ψηλότερα (εκεί όπου η επίδραση του ρέοντος ύδατος μειώνεται σημαντικά). Αντίθετα, τα θαμνώδη και τα ποώδη είδη, ιδίως τα λιγότερα εξαρτημένα από την παρουσία του νερού, σε πολλές περιπτώσεις είναι κοινά και στους δύο οικοτόπους. Θερμόφιλα είδη της αείφυλλης σκληρόφυλλης μεσογειακής βλάστησης καταγράφονται, όπως ο σχίνος (Pistacia lentiscus), η αγριελιά (Olea europaea var. sylvestris),το πουρνάρι, το δενδρώδες ρείκι (Erica arborea), το φιλλύκι (Phillyrea media), ιδίως στις περιοχές όπου οι συνθήκες παρεδάφιας υγρασίας και η περιεκτικότητα του εδάφους σε θρεπτικά συστατικά μειώνεται δραστικά (σε υπερθερμαινόμενες από την ηλιακή ακτινοβολία, αβαθή εδάφη, ράχεις, κ.λ.π.). Στις υδρορροές αναπτύσσονται υγρόφιλα είδη, όπως η λυγαριά (Vitex agnus castus), η πικροδάφνη (Nerium oleander) και η μυρτιά (Myrtus communis), εκφράζοντας το βαθμό επίδρασης του μεσογειακού κλίματος στην περιοχή. 

 

Οι φυτοκοινωνίες του φράξου εισχωρούν με τη μορφή θερμοοάσεων στους οικότοπους της παρακείμενης βλαστητικής ζώνης των θερμόβιων δρυών. Τοπικά σε ασβεστόλιθους ή σε νότιες εκθέσεις, εμφανίζονται και παραμεσόγειες φυτοκοινωνίες, κυρίως πουρναριού και γαύρου.

Ο χλοοτάπητας είναι εντυπωσιακός και πλούσιος και μπορεί να διακριθεί σε τρεις ζώνες:

-Τη ζώνη που διαβρέχεται από το νερό του ποταμού και είναι σκιόφιλη και έντονα υγρόφιλη. 

-Τη ζώνη που βρίσκεται σε θέσεις ιδιαίτερα υγρές και δροσερές, αλλά μακριά από το ποτάμι και τα ρυάκια και αποτελείται από λιγότερο υγρόφιλα αλλά σκιόφυτα επίσης είδη.

-Τη ζώνη που βρίσκεται στις ξηρότερες και φωτεινότερες θέσεις και αποτελείται από είδη της μεσογειακής βλάστησης.
Τα δάση εμφανίζουν συνήθως ανομήλικα δένδρα. Όμως υπάρχουν και αρκετές περιοχές με ομήλικα δένδρα, οδηγώντας στη σκέψη ότι κάποια στιγμή στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξε πυρκαγιά. 

 

 

Η πυκνότητα των ορόφων θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως κανονική. Σε μεγάλες όμως κλίσεις, όπου παρεμβάλλονται βραχώδεις εκτάσεις, υπάρχει χαλαρή συγκόμωση. Η ικανοποιητική αυτή συγκόμωση, επιτρέπει στις φυτοκοινωνίες αυτές να παίξουν ικανοποιητικά τον προστατευτικό τους ρόλο, επιβραδύνοντας την απόπλυση και τη διάβρωση των εδαφών σε μια ήδη εξαιρετικά ασταθή περιοχή. 

 

Η κύρια χρήση των δασών είναι η ξύλευση από τους κατοίκους των παρακείμενων οικισμών, σε προσβάσιμες θέσεις, επιλεγμένων δένδρων για παραγωγή καυσόξυλων. Η δυσπρόσιτη προσπέλαση και η δυσκολία μεταφοράς των υλοτομιών δημιουργεί μια ασφάλεια για την ύπαρξη των φυτοκοινωνιών αυτών. Πιθανή διάνοιξη δρόμων θα δημιουργήσει οπωσδήποτε πρόβλημα σε αρκετά από τα είδη χλωρίδας του οικότοπου.

Δενδρώδης όροφος: Carpinus orientalis, Corylus colurna, Fraxinus angustifolia, Fraxinus ornus, Ostrya carpinifolia, Platanus orientalis, Pyrus communis, Quercus frainetto, Sorbus aucuparia, Sorbus domestica, Sorbus torminalis, Tilia cordata, Tilia platyphyllos,Tilia tomentosa, Ulmus campestris (minor).

Δενδρώδης υπόροφος: Crataegus monogyna, Pyrus amygdaliformis, Acer campestre, Acer monspesulanum, Malus sylvestris, Sorbus umbellata.

Αναρριχώμενα: Clematis flammula, Clematis vitalba, Hedera helix, Lonicera etrusca, Lonicera xylosteum, Rubia peregrina, Smilax aspera, Tamus communis.

Θάμνοι: Asparagus acutifolius, Berberis vulgaris, Calicotome villosa, Celtis australis, Cercis siliquastrum, Chamaecytisus hirsutus, Colutea arborescens, Cornus mas, Cornus sanguinea, Coronilla emerus, Corylus avelana, Cotinus coggygria, Erica arborea, Juniperus communis, Laurus nobilis, Ligustrum vulgare, Olea europaea var. sylvestris, Paliurus spina-christi, Phillyrea media, Pistacia terebinthus, Prunus spinosa, Quercus coccifera, Ramnus alaternus, Rubus canescens, Rubus ulmifolius, Ruscus aculeatus.

Ποώδη: Aremonia agrimonoides, Asplenium adiathum-nigrum, Brachypodium pinnatum, Brachypodium sylvaticum, Bromus erectus, Calamintha clinopodium, Calamintha officinalis, Campanula spathulata, Cardaminae graeca, Cardaminae hirsuta, Carex distachya, Carex flacca, Carex humilis, Dactylis glomerata, Dianthus monspessulanus, Dorycnium hirsutum, Festuca heterophylla, Fragaria vesca, Gallium molugo, Geranium sanguineum, Geum urbanum, Helleborus cyclophillus, Lathyrus niger, Leontodon incanus, Luzula forsteri, Melica ciliata, Melitis melissophylum, Origanum vulgare, Osyris alba, Polygala chamaedrys, Polygonatum odoratum, Potentilla micrantha, Pteridium aquilinum, Silene italica, Stachys recta, Stipa bromoides, Teucrium chamaedrys, Trifolium alpestre, Trifolium rubens, Valeriana officinalis, Veronica chamaedrys, Vicia gradiflora, Viola hirta, Viola odorata.

 

 

 

Δάση πλατύφυλλης δρυός (Quercus frainetto)

Τα δάση της πλατύφυλλης δρυός βρίσκονται στην περιοχή των Στενών του Νέστου κατά περιορισμένες κηλίδες, κυρίως στο δυτικό τμήμα της λεκάνης.

Με την εγκατάλειψη της ευμεσογειακής ζώνης, εμφανίζεται η μεταβατική παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης που χλωριδικά αποτελείται από ξηρόφυλλα φυλλοβόλα πλατύφυλλα και κυρίως από δάση πλατυφύλλου δρυός. Η διάκριση των δυο ζωνών βλάστησης είναι ασαφής, κυρίως λόγω της διείσδυσης του πουρναριού σε ολόκληρη την περιοχή των Στενών. 

Χαρακτηριστικό των τοπικών οικοτόπων είναι η απουσία οξύφιλων ποωδών, όπως τα Fragaria vesca, Lathyrus niger, Cephalanthera longifolia, Chamaesytisus hirsutus και Ruscus aculeatus. Αντίθετα, καταγράφονται είδη που αναπτύσσονται σε μέτρια όξινα έως ουδέτερα εδάφη, όπως τα Acer campestre, Cornus mas, Crataegus mono-gyna, Lonicera etrusca, Rosa canina, Brachypodium sylvaticum, Dactylis golomerata, Geum urbanum, κ.λ.π.

 

Ο βαθμός συγκόμωσης των δασών είναι κανονικός. Σε κατακόρυφη δομή, οι μεικτές συστάδες δρυός και γαύρου παρουσιάζουν κλιμακωτή συγκόμωση. Πρόκειται κυρίως για υποκηπευτά δάση με καλή αναγεννητική ικανότητα. Τα δάση αυτά χρησιμοποιού-νται κυρίως ως καυσόξυλα και σε πολύ μικρό βαθμό για παραγωγή τεχνητής ξυλείας (κυρίως οικοδομήσιμης). Η έλλειψη της καστανιάς, η οποία βρίσκεται σχεδόν σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα (εξαπλούμενη από τον άνθρωπο, λόγω του οικονομικού ενδιαφέροντος), στο χώρο των Στενών δείχνει το χαμηλό καλλιεργητικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η περιοχή για τους περίοικους πληθυσμούς. 

 

Η προστατευτική λειτουργία και αυτού του οικότοπου είναι σημαντική. Οι φυτοκοινωνίες της δρυός εμφανίζονται σε περιοχές εξαιρετικά ασταθείς. Παρόλα αυτά, η ευεργετική επίδραση του δάσους οδηγεί σε μια αργή αλλά σταθερή βελτίωση των εδαφικών συνθηκών που, αν διατηρηθούν, μπορεί να βοηθήσουν στην είσοδο και άλλων πολύτιμων δασικών ειδών, ιδίως της οξιάς (Fagus sp.), η οποία δημιουργεί μικτές συστάδες με τη δρυ λίγο δυτικότερα. 

 

Τα κυριότερα είδη της χλωρίδας του οικοτόπου:

Δενδρώδης όροφος: Acer cam-pestre, Acer monspesulanum, Carpinus orientalis, Fraxinus ornus, Ostrya carpinifolia, Pyrus amygdali-formis, Quercus frainetto, Quercus pubescens, Sorbus torminalis.

Θαμνώδης όροφος: Colutea arbo-rescens subsp. arborescens, Cornus mas, Coronilla emerus subsp. eme-roides, Crataegus monogyna, Prunus spinosa, Rosa canina, Rubus canes-cens, Rubus ulmifolius.

 

Αναρριχόμενα είδη: Lonicera etru-sca.

Ποώδης όροφος: Agrimonia eupatoria subsp. eupatoria, Asphodeline lutea, Asphodelus aestivus, Astragalus monspesulanus, Brachypodium distachyon, Brachypodium sylvaticum, Bromus squarrosus, Centaurium oerythraea subsp. rumelicum, Clinopodium vulgare, Convolvulus arvensis, Coronilla varia, Dactylis glomerata, Dorycnium pentaphyllum, Galium verum, Geum urbanum, Hieracium praealtum subsp. bauhinii, Hypericum perforatum, Lamium garganicum subsp. garganicum, Lathyrus niger, Lotus corniculatus, Lychnis coronaria, Lychnis viscaria, Medicago minima, Medicago orbicularis, Mentha longifolia, Poa bulbosa, Potentilla recta, Prunella laciniata, Pteridium aquilinum, Sauguisorba minor muricata, Saxifraga rotundifolia, Silene italica, Taraxacum officinale, Teucrium chamaedrys, Thymus sibthorpii, Trifolium agrarium, Trifolium arvense, Trifolium medium, Trifolium scarbum, Veronica chamaedrys, Vicia cassubica, Vicia gradiflora, Viola hirta, Viola tricolor.

 

Μεσογειακοί θαμνώνες αείφυλλων-σκληρόφυλλων

Η περιοχή των Στενών του Νέστου αποτελεί ένα από τα ψυχροόρια της τυπικής μεσογειακής αείφυλλης σκληρόφυλλης βλάστησης.
Τα χλωριδικά στοιχεία του οικοτόπου ανήκουν στην τυπική μεσογειακή βλάστηση, όπως η κουμαριά (Arbutus unedo),το σπαράγγι (Asparagus acutifolius), ο άρκευθος (Juniperus oxycedrus), η αγριελιά, το παλιούρι (Paliurus spina-christi), το φυλλίκι, η κοκκορεβιθιά και το πουρνάρι.

Τα μετρίως όξινα έως και ουδέτερα εδάφη δεν ευνοούν την εμφάνιση των οξύφιλων ερεικοειδών ειδών, πολύ συνηθισμένων σε άλλες μεσογειακές περιοχές της χώρας (δενρώδες ρείκι, Erica arborea) και σουσούρα (Erica manipuliflora), αν και οι κλιματικές συνθήκες τις ευνοούν. Η απουσία ιδιαίτερα της σουσούρας μειώνει σημαντικά τον ανταγωνισμό με αποτέλεσμα η ποώδης βλάστηση να είναι ιδιαίτερα πλούσια. Επί σης, τα περισσότερο απαιτητικά είδη της Μεσογειακής βλάστησης, όπως ο ασπάλαθος (Calicotome villosa) και το σπάρτο (Spartium junceum), δεν μπορούν να αναπτυχθούν πάνω στο πετρώδες περιβάλλον του οικοτόπου. Αντίθετα, σε πολλές περιοχές, εμφανίζονται στοιχεία της ανώτερης ψυχρότερης αυξητικής ζώνης, όπως ο φράξος (F. ornus) και ο δενδρώδης άρκευθος (J. excelsa). 

 

H συγκόμωση ποικίλλει εξαρτώμενη άμεσα από τις τοπικές εδαφικές συνθήκες. Σε μικρές κλίσεις όπου το έδαφος, προέρχεται από αλλούβια και κολλούβια, είναι βαθύτερο και γονιμότερο, ο βαθμός συγκόμωσης των θάμνων είναι κανονικός. Σε περιοχές μεγαλύτερων κλίσεων, όπου παρεμβάλλονται τμήματα αποπλυμένων εδαφών, η συγκόμωση γίνεται χαλαρή, για να καταλήξει διάσπαρτη στις απότομες πλαγιές της περιμέτρου των Στενών. 

Η αείφυλλη σκληρόφυλλη βλάστηση καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο το νότιο τμήμα των Στενών, εκεί όπου η επίδραση του Μεσογειακού κλίματος είναι ακόμη πολύ έντονη. Η συνέχειά της διακόπτεται μόνο από βραχώδη τμήματα, όπου αναπτύσσονται οι υποβαθμισμένοι θαμνότοποι των αρκεύθων. Όσο προχωρούμε προς τα βόρεια, οι κλιματικές συνθήκες χειροτερεύουν για τα μεσογειακά είδη, αλλά και η ανθρώπινη οικονομική παρουσία είναι σημαντικότερη, οι φυτοκοινωνίες των αρκεύθων καταλαμβάνουν ακόμη μεγαλύτερες εκτάσεις αντικαθιστώντας την μεσογειακή βλάστηση, ακόμη και στις ομαλότερες και γονιμότερες θέσεις. 
Οι δύο οικότοποι σε πολλά σημεία παρουσιάζουν αφενός μεν ασαφή όρια και αφετέρου χλωριδική ομοιότητα, με αποτέλεσμα να είναι συχνά πολύ δύσκολο να διακριθούν μεταξύ τους.

 

Η δομή του οικοτόπου, λαμβανομένων υπόψη και των μεγάλων κλίσεων και των ακραίων εδαφικών συνθηκών, πρέπει να θεωρηθεί σταθερή. Τα χλωριδικά στοιχεία είναι κυρίως ξηρόφιλα μεσογειακά είδη. Έτσι όπως και ο οικότοπος των αρκεύθων ελάχιστα θα επηρεασθούν, από μια ενδεχόμενη μείωση του νερού του Νέστου. Η οικολογική προσαρμογή των φυτοκοινωνιών στις δασικές πυρκαγιές, τις κάνει ακόμη ανθεκτικότερες και ως προς αυτόν τον κίνδυνο. Αντιπυρικά έργα (αντιπυρικές ζώνες, δρόμοι, παρατηρητήρια, κ.λ.π.) είναι τελείως ανύπαρκτα. Η κατασκευή αυτών των έργων είναι εξαιρετικά δαπανηρή, λόγω της μορφολογίας και της φύσης του εδάφους.

Από την άλλη, δρόμοι και αντιπυρικές ζώνες θα καταστρέψουν ένα παρθενικής ομορφιάς τοπίο. 

Η σιδηροδρομική γραμμή δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει σημαντικά τον οικότοπο. Παλιότερα οι “καρβουνιάρηδες” ήταν μόνιμος κίνδυνος πρόκλησης πυρκαγιών. Σήμερα οι ντιζελομηχανές μείωσαν τον κίνδυνο αυτόν.

 

 

 

Θαμνώδης όροφος: Arbutus unedo, Asparagus acutifolius, Celtis australis, Cionure erecta, Coronilla emeruus subsp. emeroides, Ephedra fragilis subsp. campylopoda, Ephedra major subsp. procera, Ficus carica, Fraxinus ornus, Jasminum fruticans, Juniperus excelsa, Juniperus oxycedrus, Olea europaea var. sylvestris, Osyris alba, Paliurus spina-christi, Phillyrea media, Pistacia terebinthus, Pyrus amygdaliformis, Quercus coccifera, Rubus ulmifolius, Ruscus aculeatus.

 

Ποώδης όροφος: Acinos sua-veolens, Aethionema saxatile, Ajuca chamaepitys subsp. chia, Allium sphaerocephalon subsp. sphaerocephalon, Alyssoides utriculata, Apera spica-venti, Asperula purpurea, Asphodeline lutea, Bellardia trixago, Bromus sterilis, Campanula linqulata, Capsella bursa-pastoris, Centaurea cuneifolia subsp. sublanata, Cephalaria flava, Chrysopogon gryllus, Cistus incanus subsp. creticus, Convolvulus cantabrica, Crucianella graeca, Crupina vulgaris, Dactylis glomerata, Dianthus gracilis subsp. xanthianus, Dittrichia viscosa, Eu phorbia characias subsp. wulfenii, Euphorbia cyparissias, Euphorbia myrsinites, Galium mollugo, Goniolimon dalmaticum, Hypericum montbretii, Hypericum perforatum, Inula verbascifolia, Koeleria nitidula, Linaria genistifolia, Linum tenuifolium, Micromeria juliana, Milium vernale, Minuartia setacea, Muscari comosum, Onosma heterophylla, Origanum heracleoticum, Ornithogalum pyremaicum, Poa bulbosa, Sanguisorba minor subsp. muricata, Scorzonera lacciniata, Sedum acre, Sedum athoum, Sedum ochroleucum subsp. ochroleucum, Sedum telephium subsp. minimum, Sherardia arvensis, Sideritis montana, Stachys germanica, Stachys recta, Teucrium polium, Thymus comptus, Thymus sibthorpii, Tragopogon pratensis subsp. orientalis, Verbascum pseudonobile, Xeranthemum annuum.

 

 

Σχηματισμοί με αρκεύθους

Ο οικότοπος των αρκεύθων καταλαμβάνει σημαντική έκταση των Στενών του Νέστου στην ανατολική πλευρά. Δημιουργεί ευδιάκριτες νησίδες ή ανάμικτες καταστάσεις με την αείφυλλη σκληρόφυλλη βλάστηση. Γενικά, η χλωριδική συγγένεια των δύο οικοτόπων είναι πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα στα θαμνώδη είδη. Ωστόσο, οι άρκεύθοι παρουσιάζονται στα πλέον υποβαθμισμένα εδάφη, είτε η υποβάθμιση αυτή οφείλεται σε ακραίες εδαφικές συνθήκες (στο νότιο τμήμα), είτε στην έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα (στο βόρειο τμήμα). 

H βλάστηση είναι φτωχότερη και αποτελείται από τα πλέον ολιγαρκή είδη της μεσογειακής χλωρίδας. Η αραιή βλάστηση προσφέρει σχετικά μικρή προστασία των εδαφών από διαβρώσεις, για το λόγο αυτόν ο οικότοπος των αρκεύθων χρειάζεται ιδιαίτερης διαχειριστικής προσοχής. 

 

Θαμνώδης όροφος: Colutea arborescens subsp. arbore-scens, Crataegus monogyna, Juniperus excelsa, Juniperus oxycedrus, Olea europaea var. sylvestris, Osyris alba, Paliurus spina-christi, Pinus brutia, Pistacia terebinthus, Quercus coccifera, Rhamnus prunifolius, Spartium junceum.

 

Ποώδης όροφος: Acinos suaveolens, Aethionema saxatile, Ajuca chama-epitys subsp. chia, Anc-husa officinalis, Anthyllis vulneraria subsp. vulne-raria, Arabis hirsuta, Asy-neuma limonifolium subsp. limonifolium, Cerastium banaticum subsp. banaticum, Convovulus arvensis, Crupina vulgaris, Cy-nosurus echinatus, Da-ctylis glomerata, Euphorbia myrsinites, Helian-themum nummularium subsp. nummularium, Hypericum aucheri, Iris reichenbachii, Jovibarba heuffelii, Leontodon crispus, Linum tenuifolium, Matthiola fruticulasa subsp. valesiana, Micromeria juliana, Melica ciliata, Nigella arvensis, Onosma heterophylla, Orchis coriophora, Poa alpina, Sanquisorba minor subsp. muricata, Scabiosa trinifolia, Scorzonera laciniata, Scutellaria columnae, Sherardia arvensis, Sideritis montana, Silene densiflora, Sisymbrium polyceratium, Stipa pennata subsp. pulcheriana, Teucrium chamaedrys, Teucrium montanum, Thymus comptus, Thymus sibthorpii, Tragopogon pratensis subsp. orientalis, Trifolium agrarium, Trifolium arvense.