6. Σημαντικά θηλαστικά είδη των Στενών του Νέστου

 

Τα Στενά του Νέστου διαθέτουν φυσική φύλαξη λόγω της απομόνωσής της. Ολόκληρη η περιοχή έχει κηρυχθεί ως καταφύγιο θηραμάτων. Επειδή οι είσοδοι στην περιοχή είναι λίγοι και μπορούν να ελεγχθούν σχετικά εύκολα, η λαθροθηρία είναι αρκετά περιορισμένη. Έτσι στην περιοχή διατηρείται ένας πλούσιος αριθμός από θηλαστικά, μερικά από τα οποία βρίσκονται σε καθεστώς προστασίας. Στη συνέχεια, θα αναφέρουμε τα σημαντικότερα θηλαστικά των Στενών, μερικά στοιχεία γι’ αυτά, καθώς και πως θα τα αναγνωρίσουμε εάν τα συναντήσουμε.

 

Αγριόγατα (Felis silvestris)

Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ (ως είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος που απαιτούν αυστηρή προστασία), από το CITE (ως είδος που υπόκειται σε διάφορες ρυθμίσεις) και από το Κόκκινο Βιβλίο (ως ενδημικό υποείδος του Ελληνικού χώρου). Η αγριόγατα μοιάζει πάρα πολύ με την οικόσιτη γάτα. Πολλές από αυτές είναι οικόσιτες γάτες που απομακρύνθηκαν για οποιοδήποτε λόγω από το χώρο τους και ζουν μόνες τους σε δασικές εκτάσεις. Οι αγριόγατες ζουν σε αραιά δάση και είναι νυχτόβιες. Έχουν οξύτατη όραση και ακοή και αναρριχώνται στα δένδρα με πολύ μεγάλη ευκολία. Είναι μοναχικά ζώα. Τρέφονται με μικρά ζώα (τρωκτικά, βατράχους, ερπετά). Κυνηγούν στήνοντας στα θύματα ενέδρες. Φωλιάζει σε κορμούς δένδρων ή σε κοιλώματα των βράχων. Οριοθετεί το χώρο της, τον οποίο υπερασπίζεται με μεγάλη μαχητικότητα. 

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Μοιάζει με την κατοικίδια γάτα. Έχει όμως μεγαλύτερα πόδια και κεφάλι και μικρότερη ουρά. Το τρίχωμα είναι μακρύ και στο άκρο του είναι στρογγυλωμένο. Το χρώμα της είναι γκριζοκίτρινο με σκούρες ραβδώσεις στο σώμα και μαύρους δακτύλιους στην ουρά. Το μήκος του σώματος είναι περίπου 50 εκ. και της ουράς 30 εκ.

 


 

Αγριόχοιρος ή αγριογούρουνο (Sus scrofa)

Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος της πανίδας υπό προστασία).

Παρ’ όλο το άγριο κυνήγι, στα Στενά υπάρχουν ακόμη αγριογούρουνα. Στα δρυοδάση της περιοχής και στις λασπώδεις όχθες του Νέστου βρίσκει πολύ καλούς οικοτόπους. Είναι ζώα νυχτόβια. Ζουν σε μικρές ομάδες. Είναι παμφάγα. Τρώνε βολβούς, ρίζες, μανιτάρια, καθώς και μικρά ζώα, όπως σκουλήκια και τρωκτικά που βρίσκουν καθώς σκάβουν στο έδαφος. Προτιμούν όταν βρίσκουν τα βαλανίδια και κάστανα. Κάνουν συχνά λασπόλουτρα για να απαλλαγούν από τα παράσιτα του δέρματος. 

Πως θα τον αναγνωρίσουμε: Το τρίχωμά του είναι πολύ σκληρό (γουρουνότριχα) και διαθέτει χονδρές και σκληρές σμήριγγες. Το χρώμα του είναι γκριζόμαυρο και κιτρινωπό. Υπάρχει μια πυκνή χαίτη που καλύπτει το μέτωπο και το πάνω μέρος του λαιμού. Όταν το αγριογούρουνο είναι σε ένταση η χαίτη αυτή ανασηκώνεται. Τα αρσενικά έχουν κυνόδοντες (χαυλιόδοντες) πολύ ανεπτυγμένους, που προεξέχουν από το στόμα. Το κεφάλι είναι πυραμιδοειδές και καταλήγει μπροστά σε πλατύ ρύγχος, το οποίο ενισχύεται από ένα πλατύ κόκαλο, ώστε να μπορεί να σκαλίζει το έδαφος όταν ψάχνει για την τροφή του.

 


 

 

Αλεπού (Vulpe vulpe)

Η αλεπού ζει σε ξηρά εδάφη κοντά, αλλά όχι μέσα στα πυκνά δάση. Προτιμά τους θαμνώνες. Κυνηγά τη νύχτα, όμως σε ακατοίκητες περιοχές δεν φοβάται το ημερήσιο κυνήγι. Η γούνα της αναδύει μια χαρακτηριστική μυρωδιά, που την κάνει ευάλωτη από τα κυνηγητικά σκυλιά. Ζει σε υπόγειες στοές, μερικές φορές και άλλων ζώων, όπως ασβού, αγριοκουνελιού, τις οποίες μεγαλώνει για να χωρά η ίδια και τα μικρά της. Έχει πολλές εξόδους. Σε ένα άνοιγμα δημιουργεί ένα μικρό ανάχωμα ώστε να μπορεί να παρακολουθεί γύρω της απαρατήρητη. 

Τρέφεται με ποντικούς και άλλα τρωκτικά, σκίουρους, λαγούς, κουνέλια, πουλιά ακόμη και μικρά αρνιά εφόσον τα βρει ξεμοναχιασμένα. Όταν είναι ανάγκη τρώει βατράχια και σαλιγκάρια. Την άνοιξη τρώει φρούτα (φράουλες, βατόμουρα, σταφύλια, κ.λ.π.).

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η φουντωτή ουρά της (40-50 εκ). Το μήκος της είναι περίπου 80 εκ. και το ύψος της 40 εκ. Το ρύγχος της είναι μυτερό και διαθέτει μακριά μουστάκια. Τα αυτιά της είναι πολύ μεγάλα και όρθια και καλύπτονται από απαλό μεταξένιο τρίχωμα. Το χειμώνα το τρίχωμά της είναι πολύ πιο πυκνό και πλούσιο. Το χρώμα των ματιών της αλεπούς είναι υπόξανθο και μερικές φορές κιτρινωπό.

 


 

Ενυδρίδα ή βίδρα (Lutra lutra)

Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ (ως είδος υπό αυστηρή προστασία και για το οποίο επιβάλλεται ο καθορισμός ειδικών ζωνών διατήρησης). Επίσης, προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος της πανίδας υπό αυστηρή προστασία), από το CITE (Convention on International Trade in Endangered Species of Wild Fauna and Flora, 1973, ως είδος που υπόκειται σε διάφορες ρυθμίσεις), από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (ως προστατευμένο είδος) και από το κόκκινο βιβλίο των απειλούμενων Σπονδυλοζώων της Ελλάδος-IUCN Red List (Κόκκινο Βιβλίο, ως τρωτό είδος). 

Η ενυδρίδα ή βίδρα, όπως είναι πιο γνωστή, είναι πολύ συνηθισμένο θηλαστικό για τη χώρα μας. Ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τις νυφίτσες και τα κουνάβια για το λόγο αυτόν μοιάζουν μεταξύ τους. Είναι υδρόβια ζώα. Μπορούν να κολυμπήσουν κάτω από το νερό για εκατοντάδες μέτρα. Τρέφονται με ψάρια και άλλα υδρόβια ζώα. Η φωλιά της βρίσκεται κοντά στο νερό, είναι υπόγεια και έχει πάντα δύο ανοίγματα. Είναι ζώα παιχνιδιάρικα σε όλη τους τη ζωή και εξημερώνονται εύκολα όταν συλληφθούν σε μικρή ηλικία. Στα Στενά του Νέστου η βίδρα φωλιάζει κατά μήκος των όχθων και ζει μέσα στο ποτάμι. 

Πως θα την αναγνωρίσουμε: Αναγνωρίζονται εύκολα. Έχουν λεπτό κορμό (μήκους 55-85 εκ.), μακρύ λαιμό, μακριά ουρά (35-55 εκ.), μικρά αυτιά και κοντά πόδια. Πολλές φορές στέκονται στα δύο πίσω πόδια. Η γούνα τους είναι χρώματος σκούρο καφέ στην πλάτη, πιο ανοιχτόχρωμη κάτω, ενώ στα μάγουλα και στο λαιμό είναι άσπρη. 

 


 

Κουνάβι (Martes foina)

Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος της πανίδας υπό προστασία) και από το Κόκκινο Βιβλίο (ως ενδημικό υποείδος στον Ελλαδικό χώρο).

Το περιβάλλον των Στενών του Νέστου είναι ευνοϊκό για το κουνάβι. Τα δρυοδάση και τα θαμνοτόπια από τη μια και τα βραχώδη τμήματα από την άλλη δημιουργούν επιθυμητούς οικοτόπους, για το νυκτόβιο σαρκοφάγο αυτό είδος. Φωλιάζει σε κουφάλες δένδρων, σε τρύπες στα βράχια. Ζει το ίδιο εύκολα σε πυκνά δάση, σε γυμνά βραχοτόπια, ακόμη και σε εγκαταλειμμένα λατομία. Τρέφεται με ερπετά, τρωκτικά ακόμη και με πουλιά. Είναι μοναχικός κυνηγός και πολύ γενναίος, όταν πεινάσει μπορεί να επιτεθεί και σε κοτέτσια, αφού δεν φοβάται ιδιαίτερα τον άνθρωπο. Το ίδιο αποτελεί τροφή για άλλα σαρκοφάγα (αλεπούδες, τσακάλια, λύκους, γεράκια, κ.λ.π.). 

Πως θα το αναγνωρίσουμε: Το κουνάβι διακρίνεται πολύ εύκολα. Το χρώμα του είναι καφέ-γκρι και το χαρακτηριστικό του γνώρισμα η διπλή άσπρη κηλίδα που έχει στο στήθος και στο λαιμό. Έχει μήκος σώματος περίπου 50 εκατοστά και φουντωτή ουρά μήκους 25 εκ.

 


 

Λύκος (Lupus lupus)

Προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος της πανίδας υπό αυστηρή προστασία) από το CITE (ως είδος που υπόκειται σε διάφορες ρυθμίσεις), από το Κόκκινο Βιβλίο (ως ενδημικό τρωτό στον Ελλαδικό χώρο). 

Ο λύκος είναι πασίγνωστος. Στα Στενά του Νέστου βρίσκει άριστο περιβάλλον ανάπτυξης, διότι βρίσκει εύκολη τροφή ολόκληρο τον χρόνο. Βιότοπος του λύκου είναι τα δάση. Τρέφεται με αρουραίους, ποντικούς, σκίουρους, λαγούς, κουνέλια, πουλιά, ερπετά, ψάρια, και έντομα. Δεν φοβάται να επιτεθεί και σε μεγάλα ζώα ή ακόμη και σε οικόσιτα ζώα (κότες, χοίρους, πρόβατα, κ.λ.π.). Προτιμά να κυνηγά το βράδυ. Ζει σε αγέλες και είναι μονογαμικά είδη.

Πως θα τον αναγνωρίσουμε: Μοιάζει με λυκόσκυλο. Είναι όμως πολύ μεγαλύτερος και βαρύτερος. Τα αυτιά του είναι μικρότερα και όρθια. Επειδή στο λαιμό του έχει ένα είδος χαίτης ο κεφάλι φαίνεται μεγαλύτερο από του σκύλου. Τα μάτια είναι κίτρινα. Το τρίχωμά του είναι πυκνό, μαλακό με μακριές τρίχες. Το χρώμα είναι συνήθως γκρίζο στη ράχη και υπόλευκο στην κοιλιά. Το μήκος του φθάνει το 1,5 μ. και το ύψος 80 εκ., ενώ η ουρά του είναι περίπου 30-50 εκ. 

 


 

Νυχτερίδα (Pipistrellus nathusii)

Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ (ως είδος υπό αυστηρή προστασία). Επίσης προστατεύεται από τη σύμβαση της Βέρνης (ως είδος της πανίδας υπό αυστηρή προστασία), από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (ως προστατευμένο είδος) και από το Κόκκινο Βιβλίο (ως είδος που κινδυνεύει). 

Παρόλο που πετά, είναι θηλαστικό. Φωλιάζει σε σκοτεινά μέρη (σπηλιές, κοιλώματα και σχισμές βράχων, σε κορμούς δένδρων, κ.λ.π. Είναι νυχτόβιο ζώο. Τρώει κυρίως έντομα (μύγες, κουνούπια, πεταλούδες, κάμπιες, ακρίδες, τερμίτες, κ.λ.π.). Τα μεγάλα έντομα που δεν μπορούν να τα καταπιούν, τα καρφώνουν με το νύχι τους ή τα τοποθετούν σε ένα θύλακα της μεμβράνης ανάμεσα στην ουρά και τα πόδια. Καταβροχθίζουν τροφή ίση με το μισό του βάρους τους. Πίνουν πολύ νερό περνώντας ξυστά πάνω από την επιφάνεια του ποταμού. Οι προφυλαγμένες φωλιές, η νυχτερινή δραστηριότητα και ο αποικιακός τρόπος ζωής αποτελούν παράγοντες που συμβάλλουν στη διατήρηση των πληθυσμών. Το πρωί όταν επιστρέφουν από το ολονύκτιο κυνήγι φαίνεται ότι κοιμούνται, όμως στην πραγματικότητα πέφτουν σε ένα είδος νάρκης (λήθαργος της ημέρας). Μένουν ακίνητες και ανεξάρτητα της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος, η θερμοκρασία τους παραμένει χαμηλή, ενώ η αναπνοή επιβραδύνεται. Όταν ξυπνούν η θερμοκρασία τους ανεβαίνει απότομα μέσα σε ένα δεκάλεπτο. 
Πως θα την αναγνωρίσουμε: Οι νυχτερίδες έχουν μετατρέψει τα μπροστινά πόδια σε όργανα κανονικής πτήσης. Τα δάκτυλα των μπροστινών ποδιών είναι πολύ μεγάλα και ενώνονται με μεμβράνες (τα πατάγια). Η μεμβράνη ενώνεται με τη ράχη και φθάνει μέχρι τον αστράγαλο των κάτω ποδιών. Μεταξύ των κάτω ποδιών και της ουράς υπάρχει ακόμη μια μεμβράνη. Έχουν στο κεφάλι ρύγχος που μοιάζει με της αλεπούς. Το πτερύγιο του αυτιού είναι μεγάλο, ευκίνητο, πάντα όρθιο και γυρισμένο προς τα εμπρός. 

 


 

Σκαντζόχοιρος (Erinaceus concolor)

Προστατεύεται από το Προεδρικό Διάταγμα 67/1981 (ως προστατευμένο είδος) και από Κόκκινο Βιβλίο (ως ενδημικό υποείδος του Ελληνικού χώρου είδος).

Ο σκαντζόχοιρος είναι πολύ συνηθισμένο είδος της χώρας μας. Ζει σε αραιά δάση ή όπου υπάρχει χαμηλή βλάστηση. Είναι ζώο μοναχικό νυχτόβιο και παμφάγο. Τρώει έντομα, σκουλήκια, γυμνοσάλιαγκους, αβγά πουλιών, σπόρους και καρπούς. Η φωλιά του είναι συνήθως υπόγεια. Την ημέρα όταν δεν βρίσκεται στη φωλιά του κρύβεται κάτω από σωρούς φύλλων. Το χειμώνα όταν η θερμοκρασία μειωθεί πολύ, πέφτει σε χειμέρια νάρκη. Επειδή έχει πολλά παράσιτα (ψείρες, ψύλλους, τσιμπούρια) είναι ύποπτος ότι μεταφέρει και τον αφθώδη πυρετό.

Πως θα τον αναγνωρίσουμε: Είναι πασίγνωστο είδος. Χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι οι ραχιαίες βελόνες και η ικανότητα να μετατρέπεται σε σφαίρα. Έχει μήκος 20-40 εκ. Οι βελόνες έχουν μήκος 2,5 εκ. και διάμετρο 0,4 εκ. Έχουν γκρι ή καφέ χρώμα. Η κοιλιά το κεφάλι και τα πόδια καλύπτονται από καφετί σκληρό τρίχωμα. Το σώμα είναι στρογγυλό και το κεφάλι πολύ μικρό με μυτερό ρύγχος. Η ουρά είναι δυσδιάκριτη.

 


 

Τσακάλι (Canis aureus)

Προστατεύεται από την οδηγία 92/43/ΕΟΚ (ως είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος των οποίων η απόσπαση από το φυσικό τους περιβάλλον και η εκμετάλλευσή τους είναι δυνατόν να ρυθμίζονται από διαχειριστικά μέτρα. Επίσης προστατεύεται και από το Κόκκινο Βιβλίο (ως τρωτό είδος). 

Είναι είδος συγγενικό του σκύλου, της αλεπούς και του λύκου. Είναι πιο μικρόσωμο, αλλά και πιο ευκίνητο από το λύκο. Το ουρλιαχτό του είναι πολύ χαρακτηριστικό. Μοιάζει με θρήνο και είναι πολύ διαπεραστικό. Γύρω του απλώνει μια πολύ δυσάρεστη μυρωδιά που το κάνει ανεπιθύμητο ως θήραμα. Φωλιάζει στο έδαφος, όπου ανοίγει στοές. Είναι νυχτόβιο ζώο. Κυνηγά μόνο του ή σε μικρές ομάδες μικρά ζώα και κυρίως τρωκτικά. Τρέφεται όμως και με νεκρά ζώα ή υπολείμματα τροφών άλλων μεγαλύτερων ζώων. 

Πως θα το αναγνωρίσουμε: Τo χρώμα του είναι γκριζοκίτρινο ή κοκκινωπό, με μαύρες κηλίδες στην πλάτη. Η ουρά του είναι περίπου 40 εκ. κοκκινωπή εκτός από την άκρη της που έχει χαρακτηριστικό μαύρο χρώμα.